- νάβα
- και νάβε, η (Μ νάβα)1. τύπος τρίστηλου ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου που μοιάζει με δρόμωνα2. είδος μεγάλου τρίστηλου εμπορικού πλοίου με ιστιοφορία δρόμωνα και εκτόπισμα πάνω από 500 τόννουςμσν.(στους Ρωμαίους) πορθμείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. nave < λατ. navis, -is «πλοίο»].
Dictionary of Greek. 2013.